τροχοπαικτώ

τροχοπαικτώ
-έω, Α
1. παίζω χρησιμοποιώντας τροχούς
2. (για ακροβάτες και ταχυδακτυλουργούς) κάνω θαυμαστές πράξεις, κυρίως μιμούμενος την κίνηση τών τροχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -παικτῶ (< -παίκτης < παίκτης < παίζω), πρβλ. σφαιρο-παικτώ, ψηφο-παικτώ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”